- διάτρυμα
- Ζώα της τάξης των διατρύμων, ευορνίθων, ορνιθοκέρκων ή ορνιθούρων πτηνών, που έχουν εκλείψει. Τα πτηνά αυτά είχαν πολύ ανεπτυγμένη την ικανότητα της ταχείας βάδισης (δρομείς) και έμοιαζαν με στρουθοκάμηλους. Το μέγεθός τους ήταν πολύ μεγάλο (περίπου 2 μ. ύψος), είχαν σχετικά κοντό και παχύ λαιμό, μεγάλο κρανίο, συμπιεσμένο ράμφος, ατροφικές φτερούγες, γερά και ψηλά πόδια με τέσσερα δάχτυλα, από τα οποία το τρίτο ήταν το μεγαλύτερο. Ήταν εχθροί των αρχαίων θηλαστικών. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στις αποθέσεις της ηώκαινηςπεριόδου του καινοζωικού αιώνα, στο Νιου Μεξικό και στο Νιου Τζέρσι, ενώ ολόκληρος σκελετός εντοπίστηκε στο Γουαϊόμινγκ των ΗΠΑ. Μακρινό συγγενικό ζώο είναι πιθανώς το γένος καριάμα της Νότιας Αμερικής.
Dictionary of Greek. 2013.